Ένα σημαντικό πρόβλημα για την πατρίδα μας που τείνει να γίνει μάστιγα στην κοινωνία μας είναι η υπογονιμότητα, οι καθ’εξιν αποβολές, και οι αποτυχημένες εξωσωματικές γονιμοποιήσεις. Η ομάδα μας είναι από τις πιο εξειδικευμένες ειδικά στην ανοσολογία της αναπαραγωγής και δίνει λύσεις εκεί που δεν μπορούν να δώσουν κέντρα εξωσωματικής και απλοί γυναικολόγοι τόσο σε διαγνωστικό όσο και σε θεραπευτικό-ρυθμιστικό επίπεδο.
Οι εξετάσεις που πρέπει να γίνονται για τους παραπάνω λόγους αλλά με τον σωστό τρόπο είναι:
Για τον άνδρα:
ΔΕΙΚΤΗΣ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ DNA ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ (FRAGMENTATION ή DFI) –
Αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας αναδεικνύουν ότι η ποιότητα του σπέρματος δεν επηρεάζει μόνο τα ποσοστά γονιμοποίησης των ωαρίων, αλλά και την μετέπειτα ανάπτυξη του εμβρύου. Στον άνθρωπο, αυτές οι πατρικές καταβολές έχουν την επίδρασή τους στα ποσοστά διάσπασης του εμβρύου, δημιουργία βλαστοκύστης, και εμφύτευσης. Οι δείκτες της ποιότητας του σπέρματος χρησιμοποιούνται για να ανιχνεύσουν την πιθανότητα της εγκυμοσύνης και δεν είναι οι κλασικές παράμετροι της συγκέντρωσης του σπέρματος, κινητικότητας ή μορφολογίας, αλλά τα αποτελέσματα του δείκτη κατακερματισμού του DNA του σπέρματος. Ο δείκτης αυτός του σπέρματος επηρεάζει το αποτέλεσμα της εγκυμοσύνης και δεν είναι πλήρως γνωστός ακόμη.
Ενδείξεις για το τέστ
Οι άρρενες των ζευγαριών με ιστορικό ανεξήγητης υπογονιμότητας, με φτωχή ποιότητα εμβρύου μετά από εξωσωματική προσπάθεια (IVF), με αποτυχημένη εμφύτευση μετά από (IVF), με «καθ’έξιν αποβολές μετά από (IVF) ή με αποβολή μετά απο φυσιολογική εγκυμοσύνη θα πρέπει να ελέγχονται με το τεστ του δείκτη του κατακερματισμού του σπέρματος. Ο μύθος ότι η υπογονιμότητα ήταν θέμα που αφορούσε μόνο τη γυναίκα έχει καταρριφτεί γιατί οι νέες στατιστικές δείχνουν σήμερα ότι η υπογονιμότητα κατά 50% είναι θέμα των ανδρών διότι έχουν θέμα με το σπέρμα.
Μέθοδος Ανίχνευσης του δείκτη του κατακερματισμού
Το τεστ βασίζεται στην μεθοδολογία της κυτταρομετρίας ροής. Το πρωτόκολλο είναι υψηλής ακρίβειας και γίνεται από επιστήμονες που έχουν εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ.
Εύρος Αποτελεσμάτων
Υψηλή δυναμική γονιμότητας του σπέρματος: δείκτης< 15%, κανονική δυναμική γονιμότητας: δείκτης 15%-30%, δείκτης: χαμηλή δυναμική γονιμότητας > 30%
Θεραπεία:
Διεθνής ομάδα επιστημόνων εκτιμά το τεστ του σπέρματος και εξατομικευμένα συμβουλεύει για θεραπεία που βελτιώνει την ποιότητα του.
Σημείωση:
Κατά 80% ο δείκτης του κατακερματισμού διορθώνεται. Μόνο αν υπάρχει μόνιμη βλάβη του γενετικού υλικού μετά από θεραπεία, το ζευγάρι πρέπει να προχωρήσει με δανεικό σπέρμα.
Για την Γυναίκα:
Επειδή το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα είναι πιο πολύπλοκο και πιο ιδιόρρυθμο, έχουν δημιουργηθεί περισσότερες εξετάσεις για συγκεκριμένο σκοπό. Τα συνηθισμένα τεστ είναι μέτρηση ορμονών στον ορό και δεικτών μικροβίων που πρέπει να γίνονται σε περιπτώσεις λοιμώξεων. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της διερεύνησης που προσφέρεται από τα μεγαλύτερα διεθνή εργαστήρια είναι τα στοχευμένα ανοσολογικά τεστ, τα οποία καθορίζουν με επιτυχία άνω του 80% την αιτία του προβλήματος αναπαραγωγικότητας της γυναίκας.
—- ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΝΗ Β (INHIBIN B) —-
Η εξέταση αυτή γίνεται στον ορό της γυναίκας όπου ανιχνεύεται η συγκεκριμένη ορμόνη που δείχνει την ποιότητα των ωοθηκών. Η ποιότητα ή το ρεζερβουάρ ωαρίων των ωοθηκών περιγράφει συνήθως την δυναμική να παράγονται καλής ποιότητας ωάρια για να μπορούν να δημιουργηθούν φυσιολογικά έμβρυα. Η ανασταλτίνη Β ελέχγει την έκκριση της FSH από την υπόφυση. Για αυτό το λόγο, η ορμόνη αυτή θεωρείται περισσότερο σημαντική για την καλή λειτουργικότητα των ωοθηκών, και άρα για την καλή ποιότητα των παραγομένων από τις ωοθήκες ωαρίων, παρά η FSH.
Η μέτρηση γίνεται αυστηρά κατά την 3 μέρα του κύκλου της γυναίκας. Για παράδειγμα, οι γυναίκες στην 3 μέρα του κύκλου τους στις οποίες μετρήθηκαν τα επίπεδα της ανασταλτίνης Β και είχαν συγκέντρωση κάτω από 45pg/ml και δεν έμειναν ποτέ έγκυες μετά από εξωσωματικές γονιμοποιήσεις είχαν 11 φορές περισσότερη αυξημένη πιθανότητα για ‘καθ’έξιν’ αποβολές από τις γυναίκες που είχαν συγκέντρωση πάνω από 45pg/ml.
Ενδείξεις για το τεστ της ανασταλτίνης Β
Γυναίκες με ηλικία 35 και άνω, γυναίκες που αντιμετωπίζουν ανεξήγητη υπογονιμότητα και έχουν φτωχή ανταπόκριση στην διέγερση ωοθηκών, γυναίκες που αντιμετωπίζουν αποβολές, καθώς και αυτές που αποτυγχάνουν στην εξωσωματική γονιμοποίηση, θα έπρεπε να ελέγχονται για τα επίπεδα ανασταλτίνης Β.
Μέθοδος Ανίχνευσης
Η ανασταλτίνη Β ανιχνεύεται με την ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA
—- AMH (anti-Mullerian Hormone) —-
Η αντι-μυλλέριος ορμόνη (ΑΜΗ) είναι μια ουσία που παράγεται από τα κοκκώδη κύτταρα των ωοθηκικών ωοθυλακίων. Πρώτα παράγεται από τα πρωτογενή ωοθυλάκια, μόλις περάσουν το στάδιο του αρχέγονου ωοθυλακίου. Σε αυτά τα στάδια, τα ωοθυλάκια είναι μικροσκοπικά και δεν εντοπίζονται με τον υπέρηχο.
Η ΑΜΗ είναι γνωστή για την διαφοροποίηση του φύλλου του εμβρύου, επηρεάζοντας την διαφοροποίηση των όρχεων στον άρρενα και επιτρέποντας την ανάπτυξη των γυναικολογικών αναπαραγωγικών συστημάτων με την απουσία της. Κατά την ωοθυλακική ανάπτυξη, η παραγωγή της AMH είναι υψηλότερη στα στάδια του δευτερογενούς και του πρώιμου τριτογενούς ωοθυλακίου (διαμέτρου μικρότερης από 4 χιλιοστά).
Καθώς τα ωοθυλάκια αυξάνουν σε μέγεθος, η παραγωγή από αυτά μειώνεται και στη συνέχεια σταματά. Έτσι, σε ανθρώπινα ωοθυλάκια μεγέθους άνω των 8 χιλιοστών δεν παράγεται σχεδόν καθόλου AMH, παράγεται όμως σε όσα ωοθυλάκια ακόμα μεγαλώνουν. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τα επίπεδά της είναι αρκετά σταθερά και η εξέταση για την AMH μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ημέρα του γυναικείου κύκλου αποδεικνύοντας ότι ωριμάζουν ωοθυλάκια.
Όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, το μέγεθος της δεξαμενής εναπομενόντων ωοθυλακίων μειώνεται. Αντίστοιχα, μειώνονται επίσης τα επίπεδα της AMH στο αίμα και ο αριθμός των ωοθηκικών τριτογενών ωοθυλακίων που είναι ορατά στον υπέρηχο. Οι γυναίκες που έχουν πολλά μικρά ωοθυλάκια, όπως εκείνες με πολυκυστικές ωοθήκες, έχουν υψηλά επίπεδα ορμόνης AMH, ενώ οι γυναίκες που έχουν λίγα εναπομένοντα ωοθυλάκια, καθώς και αυτές που βρίσκονται κοντά στην εμμηνόπαυση έχουν χαμηλά επίπεδα αντι-μυλλερίου ορμόνης. Άρα από τα επίπεδα στον ορό της ΑΜΗ συμπεραίνουμε εάν ωριμάζουν συνεχώς ή όχι ωοθηλάκια.
Μέθοδος Ανίχνευσης
Η αντι-μυλλέριος ορμόνη (ΑΜΗ) ανιχνεύεται με την ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA.
Σημείωση:
Για αυτές τις 2 πολύ σημαντικές εξετάσεις που καθορίζουν την γονιμότητα μιας γυναίκας βασισμένη στην ποιότητα και στην ποσότητα των ωαρίων της, ειδική εξειδικευμένη επιστημονική ομάδα αξιολογεί τα αποτελέσματα του εργαστηρίου και συμβουλεύει τις γυναίκες για το αν τα δικά τους ωάρια είναι κατάλληλα ή όχι για τεκνοποίηση, ειδάλλως προτείνεται σε αυτές η ανεύρεση δανεικού ωαρίου έτσι ώστε να μην υποστούν περεταίρω ταλαιπωρίες με ανώφελες εξωσωματικές.
—-ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΑΝΟΣΟΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ —-
Εισαγωγή
Η ανίχνευση και ο τύπος των διαφόρων λευκών κυττάρων του αίματος είναι υπέρ πολύτιμη για την διάγνωση των παραγόντων κινδύνου στις ‘καθ’έξιν’ αποβολές. Ο αναπαραγωγικός φαινότυπος έχει αποδειχθεί ότι είναι χρήσιμος στο να αναγνωρίζει εξατομικευμένα τον κίνδυνο για την μη εμφύτευση του εμβρύου εξαιτίας των υψηλών επιπέδων των φυσικών φονέων (ΝΚ κύτταρα).
Το συγκεκριμένο τεστ δεν μετράει μόνο το ποσοστό των λεμφοκυττάρων, αλλά και τα ενεργοποιημένα ΝΚ και Τ κύτταρα. Γυναίκες που έχουν μπει στην διαδικασία της εξωσωματικής ή εμβρυομεταφοράς έχουν υψηλή έκφραση των ΝΚ που φαίνεται με τον δείκτη CD69+ και με τον δείκτη HLA-DR.
Σκοπός της Μεθόδου
Όλες οι γυναίκες που έχουν υποστεί 2 ή περισσότερες αποβολές ή αποτυγχάνουν να τεκνοποιήσουν με εξωσωματική γονιμοποίηση θα πρέπει να ελέγχονται για την παρουσία των κυττάρων ΝΚ (CD56+) στο αίμα τους. Τα υψηλά ποσοστά των ΝΚ κυττάρων θα πρέπει να αξιολογηθούν από εξειδικευμένους επιστήμονες που πρέπει να προτείνουν στοχευμένη θεραπεία για την ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος με σκοπό την πρόληψη της αποβολής αλλά και της υπογονιμότητας.
Μέθοδος Ανίχνευσης Ανοσοφαινότυπου
Τα ποσοστά των κυττάρων με αντιγόνα επιφάνειας CD3, CD4, CD8, CD19, CD16, και CD56 όπως και CD56+16+69+, CD56+16-69+ and CD3+4+DR+ μετριούνται με την υψηλή τεχνολογία της κυτταρομετρία ροής.
Τρόπος συλλογής δείγματος
Η συλλογή των δειγμάτων γίνεται σε ειδικά σωληνάρια με ειδικό υλικό στο εσωτερικό του τοιχώματος που καθιστά δυνατό να κρατά σε σταθερότητα τα λεμφοκύτταρα έως και 10 ημέρες για την εν λόγω εξέταση με μέγιστη αξιοπιστία του αποτελέσματος
—- Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ-ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ NK ΚΥΤΤΑΡΩΝ (NATURAL KILLER CELLs) —-
Εισαγωγή
Ο απόλυτος αριθμός και η ενεργοποίηση-λειτουργικότητα των ΝΚ κυττάρων είναι 2 διαφορετικοί δείκτες στην αναπαραγωγική ιατρική, και μάλιστα πολύ σημαντικοί για την ερμηνεία της υπογονιμότητας, των ‘καθ΄έξιν’ αποβολών, και των αποτυχημένων εξωσωματικών γονιμοποιήσεων.
Τα ΝΚ κύτταρα είναι ένας υποπληθυσμός λεμφοκυττάρων που εκφράζουν το αντιγόνο CD56+ στην κυτταρική τους επιφάνεια. Είναι μεγάλα κοκκιοκύτταρα που προέρχονται απευθείας από τον μυελό των οστών και κυκλοφορούν περιφερειακά πριν εισέλθουν σε συγκεκριμένους ιστούς. Είναι ο κυρίαρχος πληθυσμός στο ενδομήτριο και στο φθαρτό (decidua) στην πρώιμη εγκυμοσύνη και θεωρείτε ότι παίζουν κύριο ρόλο στην ρύθμιση της μετακίνησης κυττάρων της τροφοβλάστης.
Το τεστ που ελέγχει την ενεργοποίηση των ΝΚ κυττάρων μετράει την λειτουργία-επιθετικότητα της πρόκλησης θανάτωσης των εν λόγω κυττάρων, αλλά και την δυνατότητα της ιντερλευκίνης 2 (IL2) να διεγείρει και της ανοσοσφαιρίνης γ (IVIg) να καταστείλει την δράση των ΝΚ κυττάρων έναντι της πειραματικής καρκινικής σειράς (K562), που χρησιμοποιείται ως ‘στόχος’ στο εργαστήριο.
Παγκόσμιες επιστημονικές μελέτες έχουν τεκμηριώσει ότι σε γυναίκες που είχαν ‘καθ’έξιν’ αποβολές ή αποτυχημένες εξωσωματικές γονιμοποιήσεις υπάρχει αυξημένη περιφερειακή και ενδομητριακή λειτουργικότητα των ΝΚ κυττάρων. Ενδεικτικά, 40% περίπου των γυναικών που μπήκαν στην εξωσωματική και διαγνώστηκαν με ενδομητρίωση είχαν αυξημένη λειτουργικότητα των ΝΚ. Η εξέταση των γυναικών για την ενεργοποίηση των ΝΚ, επιτρέπει σε εξειδικευμένους επιστήμονες να εφαρμόσουν στοχευμένη θεραπευτική προσέγγιση με σκοπό την ρύθμιση της λειτουργικότητας των ΝΚ κυττάρων για αποφυγή αποτυχίας.
Πότε εφαρμόζεται το Τεστ Λειτουργικότητας των ΝΚ κυττάρων
Όλες οι γυναίκες που έχουν ανεξήγητη υπογονιμότητα, ενδομητρίωση, ιστορικό αποβολών, αποτυχημένων εξωσωματικών, υψηλές τιμές των αντισωμάτων έναντι των φωσφολιπιδίων (APA) ή αντισώματα έναντι του θυρεοειδούς (ΑΤΑ), πρέπει να ελέγχονται με το τεστ του βαθμού ενεργοποίησης των ΝΚ κυττάρων τους.
Μέθοδος Ανίχνευσης Λειτουργικότητας των ΝΚ κυττάρων
Το ποσοστό των αποπτωτικών κυττάρων της σειράς Κ562 από τα ΝΚ ανιχνεύεται με την τεχνολογία της κυτταρομετρίας ροής και είναι ένδειξη του βαθμού ενεργοποίησης- λειτουργικότητας των ΝΚ κυττάρων.
—- ΤΕΣΤ ΕΜΒΡΥΟΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑΣ (ETA) —-
Εισαγωγή
Σήμερα οι καθ’έξιν’ αποβολές, η ανεξήγητη υπογονιμότητα, και η υπογονιμότητα που σχετίζεται με ενδομητρίωση, επηρεάζουν ένα μεγάλο αριθμό ζευγαριών που θέλουν να τεκνοποιήσουν και αδυνατούν λόγω των σημαντικών αυτών προβλημάτων. Τα επιστημονικά δεδομένα έχουν αποδείξει ότι μεγάλο ποσοστό γυναικών έχουν εμβρυοτοξίνες που ενοχοποιούνται για αναπαραγωγική αποτυχία.
Τα ποσοστά της δράσης των εμβρυοτοξινών σε γυναίκες που εμφανίζουν αποβολές κατά την διάρκεια κύησης είναι από 10% έως 15% και σε γυναίκες που έχουν αποτυχημένες εξωσωματικές είναι από 20% έως 25%. Ακόμα και στην περίπτωση ανεύρεσης θετικότητας εμβρυοτοξινών, υπάρχει στοχευμένη και εξατομικευμένη θεραπεία που καθαρίζει τον οργανισμό της γυναίκας πολύ γρήγορα από αυτές.
Ενδείξεις για το Τεστ Εμβρυοτοξικότητας
Όλες οι γυναίκες που έχουν ανεξήγητη υπογονιμότητα, ενδομητρίωση, ιστορικό αποβολών, αποτυχημένων εξωσωματικών πρέπει να ελέγχονται για εμβρυοτοξίνες.
Μέθοδος Ανίχνευσης Εμβρυοτοξικότητας
Οι εμβρυοτοξίνες ανιχνεύονται στον ορό της γυναίκας χρησιμοποιώντας έμβρυα ποντικιών σε 3 στάδια διαφοροποιήσεων.
—- BLOCKING FACTORS (ανασταλτικοί παράγοντες) —-
Από το παρελθόν έχει αποδειχθεί ότι για να επιτευχθεί εγκυμοσύνη απαραίτητοι είναι η ύπαρξη ανασταλτικών παραγόντων-αντισωμάτων (blocking factors) στο κυκλοφορικό σύστημα της γυναίκας. Τέτοιοι παράγοντες δεν ανιχνεύονται στις περισσότερες γυναίκες με ‘καθ’έξιν’ αποβολές, ή ανεξήγητες παλινδρομήσεις αλλά και αποτυχημένες εξωσωματικές. Η εξέταση αυτή είναι εξαιρετικά αξιόπιστη για να διερευνήσουμε την ιστοσυμβατότητα ή όχι του κάθε ζευγαριού μεταξύ τους που με τις μοριακές τεχνικές θα ήταν πολύ ακριβή (π.χ.HLA Τύπου Ι Α,Β,C και όχι τα τύπου ΙΙ που κάποιοι κάνουν λανθασμένα).
Μέθοδος Ανίχνευσης των blocking factors
Λεμφοκύτταρα του ανδρός μαζί με ορό της γυναίκας μπαίνουν σε κλίβανο σε συγκεκριμένες συνθήκες για περίπου 30 λεπτά. Τα αποτελέσματα υπολογίζονται στο μικροσκόπιο και ένα παράδειγμα φαίνεται πιο κάτω.
BLOCKING FACTORS Result (Αποτέλεσμα)
Εάν το αποτέλεσμα είναι θετικό, ή ασθενώς θετικό, τότε δεν χρειάζεται θεραπεία. Εάν όμως το αποτέλεσμα είναι αρνητικό τότε η θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί και η πιθανότητα επακόλουθης τεκνοποίησης μπορεί να επιτευχθεί σε διάρκεια μισού έτους. Το δείγμα που απαιτείται για αυτή την εξέταση είναι λεμφοκύτταρα από τον σύζυγο και ορός από την γυναίκα.
—- PLATELET-LEUCOCYTE AGGREGATES (PLA) (νέο τεστ) —-
Η δημιουργία συσσώρευσης αιμοπεταλίων και λευκοκυττάρων αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μηχανισμό με τον οποίο τα λευκά συνεισφέρουν σε θρομβωτικά επεισόδια και τα αιμοπετάλια σε φλεγμονώδεις αντιδράσεις. Στις γυναίκες με καθ’έξιν αποβολές και υπογονιμότητα η λειτουργία αυτή της συσσώρευσης είναι πολύ αυξημένη. Ζημία σε ένα αγγείο του ενδομητρίου έχει ως αποτέλεσμα την προσκόλληση αιμοπεταλίων σε ένα τμήμα της πληγής, την ενεργοποίησή τους, και την δημιουργία του αιμοπεταλιακού θρόμβου. Η επακόλουθη αλληλεπίδραση των λευκοκυττάρων με τα ενεργοποιημένα αιμοπετάλια συντονίζεται από ένα μόριο προσκόλλησης το οποίο ονομάζεται P σελεκτίνη που προσκολλάται στα αιμοπετάλια και το μέγεθος της έκφρασής του είναι στο γονιδιώμα της γυναίκας. Η αυξημένη συσσώρευση αιμοπεταλίων-λευκοκυττάρων έχει αναγνωριστεί σε γυναίκες οι οποίες έχουν ‘καθ’έξιν’ αποβολές ή αποτυχημένες εξωσωματικές διαδικασίες εξαιτίας των θρομβοτικών γεγονότων, που έχουν διαγνωστεί μετέπειτα.
Σκοπός και μεθοδολογία του τεστ
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται εδώ είναι κυτταρομετρία ροής. Το συγκεκριμένο τεστ μπορεί να βοηθήσει όχι μόνο για διαγνωστικούς σκοπούς, αλλά μπορεί να οδηγήσεις τους γιατρούς σε στοχευμένη θεραπεία χορήγησης ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους με συγκεκριμένη δοσολογία κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης με αποτέλεσμα επιτυχημένη κύηση. Επίσης, το τεστ μπορεί να γίνει σε συνδυασμό με το γενετικό τεστ της θρομβοφιλίας.