Η Epigallocatechin -3-gallate (EGCG), μέλος της οικογένειας flavanol, είναι η κύρια κατεχίνη πράσινου τσαγιού{ 50% -80% των κατεχινών}έχει την υψηλότερη αντιοξειδωτική ικανότητα μεταξύ των κατεχινών, που μεσολαβείται εν μέρει με τη βελτίωση των μιτοχονδριακών λειτουργιών για  πρόληψη  δημιουργίας ROS.

Η EGCG, εξασθενεί  τις μιτοχονδριακές δυσλειτουργίες  σε πειραματοζωα και μειώνει  τα προϊόντα υπεροξείδωσης των λιπιδίων. Ομοίως, η δραστικότητα  της μιτοχονδριακής αναπνευστικής αλυσίδας βελτιώνεται  σημαντικά από την EGCG στο ήπαρ ποντικών που έλαβαν δίαιτα με υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά.

Έχει αποδειχθεί ότι η EGCG αναστέλλει τη συσσωμάτωση του Αβ, ενός από τα πρωτεϊνικά συμπλέγματα που συμβάλλουν στην παθολογική εξέλιξη της νόσου.

Ο μηχανισμός βασίζεται στην ικανότητα του EGCG να ενεργοποιεί την α-εκκριτάση, ένα υδρολυτικό ένζυμο που βοηθά στη μείωση του ρυθμού με τον οποίο το πεπτίδιο Αβ  δημιουργείται στα εγκεφαλικά κύτταρα.

Η EGCG δρα  επίσης  εναντίον της  AD  με  παγίδευση  των ROS, εκτός από την αναστολή της Μονο/Αμινο/Οξειδάσης{ΜΑΟ}, η οποία οδηγεί σε μειώσεις των επιπέδων των πολύ τοξικών ενώσεων υπεροξειδίου

Η  EGCG  μειώνει  τη συσσώρευση λιπιδίων σε κύτταρα HepG αυξάνοντας τα επίπεδα ΑΜΡΚ μειώνοντας έτσι την περιεκτικότητα των ενδοκυτταρικών λιπιδίων.

Οι προληπτικές επιδράσεις του EGCG στην ανάπτυξη της  NAFLD αποδίδονται επίσης στις αντι-ινωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές της καθώς και στον ρόλο του στη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη.Η  EGCG εξασθενεί  τον ΤGF-β1,την διεγερμένη  έκφραση γονιδίων ινωδογόνου, των MMP2& MMP9, μείωση φωσφορυλίωσης  του SMAD2{υποδοχέας που διεγείρεται από ΤGF-β1 και TIMP1{αναστολεας MMP2& MMP9, σχετίζεται με ογκογενάση και ηπατική ίνωση}.

Η EGCG μειώνει τα επίπεδα πρωτεϊνών των ηπατικών ICAM-1 και E-σελεκτίνης, {μόρια κυτταρικής προσκόλλησης}, μειώνοντας  τη διήθηση  μακροφάγων στο  ήπαρ{ σε αρουραίους με στεάτωση} από  δίαιτα υψηλή σε  χοληστερόλη  και βελτιώνει την  αντίσταση στην ινσουλίνη.

ΠΗΓΗ: Nutritional Epigenomics 2019